σαρκοφάγος

σαρκοφάγος
σαρκοφά?σαρκοφάγοςXγ-ος (parox.), ον,
A eating flesh, carnivorous, τὰ ς. (sc. ζῷα) Arist.HA488a14; ἔντομα ib.556b21; ὄρνεον ς. Plu.Cleom.39; ταῦροι οἱ καλούμενοι ς. Ael.NA17.45.
2 cannibal, J.AJ13.12.6: metaph., ζῷον ὁ βασιλεὺς ς. Plu.Cat.Ma.8.
II λίθος ς. a limestone (of which the best kind was quarried at Assos in the Troad), remarkable for consuming the flesh of corpses laid in it, Erastus ap.Poll.10.150, Dsc.5.124, Cels.4.31.7, Plin.HN2.211, 36.131, Aët.7.41: hence [full] σαρκοφάγος, , coffin, IG14.1472, cf. Juv.10.172.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαρκοφάγος — eating flesh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγος — α, ο αυτός που τρώει σάρκες: Σαρκοφάγα ζώα. η μαρμάρινη ή πήλινη θήκη για νεκρούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλεξάνδρου, σαρκοφάγος — Αττική μαρμάρινη σαρκοφάγος που βρέθηκε στη Σιδώνα το 1887. Χρονολογείται γύρω στο 320 π.Χ. και στις ανάγλυφες παραστάσεις της διακρίνεται η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγοις — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut dat pl σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγον — σαρκοφάγος eating flesh masc/fem acc sg σαρκοφάγος eating flesh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγου — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut gen sg σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγους — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem acc pl σαρκοφάγος eating flesh masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγων — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut gen pl σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγῳ — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut dat sg σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγα — σαρκοφάγος eating flesh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”